μυστικιστής

μυστικιστής
ο
θηλ. -ίστρια ο οπαδός του μυστικισμού (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυστικιστής — ο, θηλ. μυστικίστρια 1. αυτός που έχει τάσεις μυστικισμού 2. οπαδός τού φιλοσοφικού συστήματος τού μυστικισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικισ μός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ν. Κοτζιά] …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… …   Dictionary of Greek

  • μυστικιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυστικισμό ή στους μυστικιστές, αυτός που ρέπει προς τον μυστικισμό. επίρρ... μυστικιστικά με μυστικιστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος Αβωνοτειχίτης — (105 – 171 μ.Χ.). Μυστικιστής από το Άβωνο της Θράκης. Ίδρυσε στο χωριό αυτό ένα θεραπευτήριο, το οποίο εξελίχθηκε σε κέντρο λατρείας και μυστηρίων. Τα μυστήρια αυτά διαιρούνταν σε τρεις βαθμούς, που ονομάζονταν ημέρες. Ο πρώτος βαθμός αφορούσε… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Βιβεκανάντα — (1863 – 1902).Ινδός μυστικιστής και διανοητής, του οποίου το αληθινό όνομα ήταν Ναρέντρα Ναθ Ντάτα. Διαπαιδαγωγημένος με την ινδική και ευρωπαϊκή σκέψη, o Β. προσχώρησε, όχι χωρίς δυσκολίες και αντιρρήσεις, στη μυστικιστική αντίληψη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”